πετάγομαι

πετάγομαι
πετάγομαι, πετάχτηκα, πετα(γ)μένος βλ. πίν. 22
——————
Σημειώσεις:
πετιέμαιπετάγομαι : το πετιέμαι (και σπάνια το πετάγομαι) χρησιμοποιείται ως παθητικό του πετάω κυρίως με την έννοια με απορρίπτει κάποιος ως άχρηστο (π.χ. τα σκουπίδια πρέπει να πετιούνται στα καλάθια).
Συνήθως το πετιέμαι και το πετάγομαι απαντώνται με τις έννοιες σηκώνομαι απότομα / πηγαίνω κάπου στα γρήγορα / παρεμβαίνω άκαιρα σε συνομιλία.
Από το αρχαίο ρ. πέτομαι προέρχεται η μτχ. πετούμενος ή πετάμενος σε εκφρ. όπως: ούτε πουλί πετάμενο δεν περνάει από εδώ.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πετιέμαι — πετιέμαι, πετάχτηκα, πετα(γ)μένος βλ. πίν. 65 Σημειώσεις: πετιέμαι – πετάγομαι : το πετιέμαι (και σπάνια το πετάγομαι) χρησιμοποιείται ως παθητικό του πετάω κυρίως με την έννοια → με απορρίπτει κάποιος ως άχρηστο (π.χ. τα σκουπίδια πρέπει να… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξανίστημι — (AM ἐξανίστημι, Μ και ἐξανιστῶ) μέσ. 1. εξανίσταμαι σηκώνομαι από τη θέση μου, πετάγομαι επάνω 2. συνεκδ. σηκώνομαι για να διαμαρτυρηθώ, δυσανασχετώ, εξεγείρομαι, διαμαρτύρομαι μσν. ἐξανιστῶ ανασταίνω αρχ. 1. σηκώνω κάποιον από τη θέση του… …   Dictionary of Greek

  • πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ …   Dictionary of Greek

  • τινάζω — τίναξα, τινάχτηκα, τιναγμένος 1. σείω, κλονίζω, τραντάζω: Τινάζω το δέντρο να πέσει καρπός. 2. αποδιώχνω: Τινάζω το χιόνι από το γιακά. 3. χτυπώ κάτι για να φύγει η σκόνη ή ό,τι άλλο υπάρχει: Τινάζω το χαλί και το τραπεζομάντιλο. 4. εκσφενδονίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”